- υποφοινίσσομαι
- και επικ. τ. ύπαιφοινίσσομαι Αγίνομαι πορφυρός, κοκκινίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + φοινίσσομαι «γίνομαι κόκκινος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποφοινισσόμενα — ὑποφοινίσσομαι become somewhat purple pres part mp neut nom/voc/acc pl ὑποφοινίζω to be purplish fut part mid neut nom/voc/acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποφοινίσσονται — ὑποφοινίσσομαι become somewhat purple pres ind mp 3rd pl ὑποφοινίζω to be purplish fut ind mid 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπαιφοινίσσομαι — Α (επικ. τ.) βλ. ὑποφοινίσσομαι … Dictionary of Greek